- ευχετικός
- -ή, -ό και ευχητικός, -ή, -ό[ευχέτης]1. αυτός που αναφέρεται στην ευχή, που περιέχει ή εκφράζει ευχή, ευχετήριος («ευχετική επιστολή»)2. αυτός που λέγεται για ευχή, ικεσία, παράκληση3. το ουδ. ως ουσ. το ευχετικότο ευχετήριο, γραπτή έκφραση ευχής.επίρρ...ευχετικώςγια έκφραση, για εκδήλωση ευχής, ικεσίας.
Dictionary of Greek. 2013.